- ἐπιπένθεκτος
- ἐπιπένθεκτος, ον,A = ἐπιπενταμερής, Nicom.Ar.1.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπένθεκτος — ἐπιπένθεκτος, ον και ἐπιπενταμερής, ές (Α) μαθημ. ο αριθμός 1 + 5 / 6 … Dictionary of Greek
ἐπιπένθεκτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)